- καλοχρόνισμα
- τοευχή σε κάποιον να περάσει καλή χρονιά: Δεν τα θέλω τα καλοχρονίσματά της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοχρόνισμα — το [καλοχρονίζω] η ευχή να περάσει κάποιος ευτυχισμένη τη χρονιά του ή, κατ επέκταση, όλη τη ζωή του … Dictionary of Greek